Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2011

«Εν δε ταις Αθήναις...



...της Παράλου αφικομένης νυκτός ελέγετο η συμφορά, και οιμωγή εκ του Πειραιώς διά των μακρών τειχών εις άστυ διήκεν, ο έτερος τω ετέρω παραγγέλων· ώστ’ εκείνης της νυκτός ουδείς εκοιμήθη, ου μόνον τους απωλωλότας πενθούντες, αλλά πολύ μάλλον έτι αυτοί εαυτούς...».
(Ξενοφώντος Ελληνικά, Βιβλίο Β’, Κεφ. Β’ [3]).


Τη Δευτέρα το βράδυ, τέσσερις ημέρες μετά τις μαραθώνιες διαπραγματεύσεις των ευρωπαίων ηγετών οι οποίες κατέληξαν σε συμφωνία με τους δανειστές μας για το «κούρεμα» του χρέους μας κατά 50%, ο Πρωθυπουργός, κ. Γ. Παπανδρέου, ανακοίνωσε τη διενέργεια δημοψηφίσματος επί της συμφωνίας αυτής. Αυτό ούτε λίγο ούτε πολύ θα έθετε το ερώτημα στους Έλληνες πολίτες εάν επιθυμούν να συνεχίσει να συμμετέχει η χώρα στο ευρώ ή εάν επιθυμούν να αντικαταστήσουμε το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα με τη δραχμή, η οποία φυσικά αμέσως θα υποτιμούνταν, προκαλώντας ανυπολόγιστες οικονομικές απώλειες σε κάθε νοικοκυριό και κάθε ελληνική επιχείρηση απειλώντας τες με εξαφάνιση.

Σήμερα το βράδυ και υπό πολύ μεγάλες πιέσεις από την ίδια την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ αλλά και από κορυφαίους Υπουργούς της Κυβέρνησης, η διενέργεια δημοψηφίσματος εγκαταλείφθηκε ουσιαστικά, όπως πληροφόρησε το Ελληνικό Κοινοβούλιο, παρόντος του Πρωθυπουργού, ο Υπουργός Οικονομικών, ενώ ο Πρωθυπουργός αργότερα δεν το απέκλεισε ρητά, εγκλωβισμένος και ο ίδιος στο αδιέξοδο στο οποίο οδήγησε τη χώρα.

Παρά όμως την άτακτη φυγή στην οποία ετράπη ο κ. Παπανδρέου (αλήθεια πως εξηγείται αυτή από τους υπουργούς και τους πολίτες που στήριξαν την επιλογή του ως άφθαστο και πρωτοφανές παράδειγμα δημοκρατίας;), οι συνέπειες της καταστροφικής του πρωτοβουλίας δεν είναι δυνατόν να ανατραπούν τόσο σύντομα. Η χώρα ίσως τελικά αποφύγει να παρασυρθεί στη χωρίς νόημα συζήτηση της συμμετοχής μας στο ευρώ. Πράγματι, η σταθερή και αδιαπραγμάτευτη πολιτική επιλογή των Ελλήνων για συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μετά από τριάντα χρόνια ώριμη και συνειδητή. Η δε συμμετοχή των Κρατών Μελών στο ευρώ αποτελεί ακρογωνιαία λίθος λίθο της ενιαίας εσωτερικής αγοράς και της οικονομικής ανάπτυξης των μελών της Ένωσης. Αποτελεί βασικό παράγοντα της προώθησης της οικονομικής και πολιτικής ευρωπαϊκής ένωσης. Το γεγονός της αποτυχίας του ευρώ να υπηρετήσει μέχρι τώρα το σκοπό του θα πρέπει να οδηγήσει τους ηγέτες της Ένωσης στην αναζήτηση νέων πολιτικών που θα δώσουν νέα δυναμική ανάπτυξης και όχι στην κατάργηση του κοινού νομίσματος το οποίο αποτελεί μια από τις σημαντικότερες εγγυήσεις της κοινής οικονομικής πολιτικής και της κοινής οικονομικής ανάπτυξης.


Ωστόσο, η αμφισβήτηση του ευρώ από τον Πρωθυπουργό ενός Κράτους Μέλους που συμμετέχει σε αυτό αποτελεί ευθεία αμφισβήτηση και επίθεση στον πυρήνα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αμφισβήτηση των ευρωπαϊκών δομών και, εντέλει, αμφισβήτηση της ίδιας της συμμετοχής της χώρας του στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και όποιος Πρωθυπουργός πράττει όλα τα παραπάνω στο επίκεντρο μιας ευρωπαϊκής και εθνικής κρίσης και μόλις η Ευρώπη έχει εκφράσει με ιδιαίτερα εμφατικό τρόπο τη βούλησή της για στήριξη του ευρώ και της Ελλάδας, στοχεύει ή με την εγκληματική άγνοιά του οδηγεί στην κατάρρευση του ευρώ και στην αποσταθεροποίηση ή ύφεση όχι μόνο της ελληνικής αλλά και της ευρωπαϊκής οικονομίας.

Ο κ. Παπανδρέου ολοκλήρωσε την πολιτική του πορεία στα κοινά της Ελλάδας και της Ευρώπης όχι γιατί επέλεξε τη «δημοκρατική έκφραση» του ελληνικού λαού για την κρίση χρέους, αλλά γιατί, αντίθετα με τα όσα επέτασσαν οι περιστάσεις, επέλεξε να υπονομεύσει αντί να ενισχύσει την Ελληνική και ευρωπαϊκή προσπάθεια εξόδου από την κρίση.  Ο κ. Παπανδρέου πρώτα έχασε την εμπιστοσύνη των ευρωπαίων εταίρων του οι οποίοι αποτελούν τον κυρίαρχο χρηματοδότη της Ελλάδας και τον πιο αξιόπιστο σύμμαχο για την αποφυγή και της τυπικής χρεοκοπίας της χώρας και μετά το κόμμα του και τον Ελληνικό λαό. Η ψήφος εμπιστοσύνης, ακόμα και εάν αυτή δοθεί τελικά υπό την απειλή οτι τυχόν άρνησή της θα αποτελέσει πράξη «προδοσίας», είναι γράμμα κενό για κάποιον που δεν απολαμβάνει πλέον την εμπιστοσύνη κανενός εταίρου ή συναδέλφου του αλλά ούτε και του Ελληνικού λαού.

Τέλος, στη δημοκρατία είναι ελάχιστα τα ερωτήματα που απαντώνται με ένα «ναι» ή «όχι», διότι οι απόλυτες ερωτήσεις που ζητούν απόλυτες απαντήσεις στραγγαλίζουν την πολιτική και την αναζήτηση νέων, ρηξικέλευθων και δημιουργικών λύσεων τόσο στο πεδίο των εθνικών μας θεμάτων όσο και στο πεδίο της διεθνούς και ιδιαίτερα της ευρωπαϊκής συνεργασίας. Όταν η συζήτηση έρχεται στο θέμα του δημοψηφίσματος, βαπτίζουμε «άμεση δημοκρατία» το γεγονός ότι στους πολίτες τίθεται ένα μόνο ερώτημα διατυπωμένο αυθαίρετα από εκείνον που ρωτά ο οποίος ζητά μια μονολεκτική απάντηση στην ερώτηση που θέτει μόνο και μόνο επειδή μας συνεπαίρνει η άνευ ετέρου δεσμευτικότητα του αποτελέσματος για τον κυβερνώντα. Αλήθεια, όμως, πόσο δύσκολο είναι να πάρεις τη μονολεκτική απάντηση που ζητάς όταν έχεις την απεριόριστη εξουσία να διαμορφώσεις ο ίδιος την κρίσιμη ερώτηση και χωρίς να είσαι υποχρεωμένος να λάβεις υπόψη σου τυχόν αντιρρήσεις για τη διατύπωσή της; Θέλουμε πράγματι η απάντηση σε μια τέτοια ερώτηση να μας δεσμεύει; Η μόνη ολοκληρωμένη, άμεση και δημοκρατικά ορθή έκφραση της λαϊκής βούλησης είναι οι εκλογές. Αν θεωρούμε ότι η λαϊκή εντολή που δίνεται στις εκλογές δεν είναι δεσμευτική για την εκάστοτε κυβέρνηση, η απάντηση δεν είναι σε καμία περίπτωση μια σειρά δημοψηφισμάτων για τα ίδια θέματα, αλλά αποτελεσματικότερος κοινοβουλευτικός έλεγχος, κατάργηση της «κομματικής πειθαρχίας» υπό την έννοια που καθιστά τους βουλευτές υποχείρια της εκτελεστικής εξουσίας (αντίθετα διατήρησή της στο μέτρο εκτέλεσης των προγραμματικών δηλώσεων του κόμματος με το οποίο εξελέγησαν) και αποτελεσματικότερη λογοδοσία των βουλευτών προς τους εκλογείς τους.

The Double Eye